- απομαγδαλια...
- ἀπομαγδαλιά...ἀπομαγδαλία, ἀπο-μαγδαλιάἥ хлебный мякиш (для вытирания рук после обеда) Arph., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπομαγδαλιά — ἀπομαγδαλιά̱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc/acc dual ἀπομαγδαλιά̱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλία — ἀπομαγδαλίᾱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc/acc dual ἀπομαγδαλίᾱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απομαγδαλία — ἀπομαγδαλία κ. ιά, η (AM ἀπομαγδαλίς) ψίχα ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους μετά το δείπνο και την έριχναν στους σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απομαγδαλιά, όπως και το μτγν. μαγδαλιά, σχηματίστηκε κατά τα αρμαλιά, φυταλιά κ.ά., ως προς το… … Dictionary of Greek
ἀπομαγδαλιᾷ — ἀπομαγδαλία the crumb fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλίᾳ — ἀπομαγδαλίαι , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc pl ἀπομαγδαλίᾱͅ , ἀπομαγδαλία the crumb fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλίας — ἀπομαγδαλίᾱς , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc pl ἀπομαγδαλίᾱς , ἀπομαγδαλία the crumb fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιάν — ἀπομαγδαλιά̱ν , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιάς — ἀπομαγδαλιά̱ς , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλίαν — ἀπομαγδαλίᾱν , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιαῖς — ἀπομαγδαλία the crumb fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαγδαλιαί — ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)